Εγώ ήμουν πάντα.
Εγώ ήμουν πάντα.
Σαν ανεμώνη πανέμορφη, με φύλλα σκισμένα.
Αλλαγμένη ή απαράλλαχτη.
Σαν θυγατέρα, σαν αδερφή.
Στις ίδιες θάλασσες, στα ίδια θρανία.
Σε κυριακάτικα γλυκά αδιέξοδα, σε Δευτέρας πρέπει.
Εγώ ήμουν πάντα.
Μαζί με φίλους, παρέες,
Σαν μοναχικές χειμωνιάτικες βροχές.
Στα ίδια ψέματα, τους ίδιους ρυθμούς της αλήθειας.
Εγώ ήμουν πάντα.
Σαν ερωμένη, σαν ''απλά'' φίλη.
Και ο έρωτας πάντα κλέφτης,
καημός σε στενό ερημικό.
Μια λέξη απόσταση η ευτυχία.
Εγώ ήμουν πάντα.
Σαν κορίτσι, σαν κάποια Μαρία.
Στης δικής μου νύχτας μυστικό,
σαν φιλί κλεμμένο,
ζωής καρτέρι.
Εγώ είμαι τώρα.
Η κόρη, η γυναίκα, η σύζυγος,
εναλλάσσοντας χαρές και λύπες,
σε ένα παράξενο θεατρικό,
σε μια καινούρια παράσταση,
έχοντας λάβει ξαφνικά το ρόλο της μάνας.
Ήταν η συμμετοχή μου στο "16ο Συμπόσιο Ποίησης" της Αριστέας. Ευχαριστώ την οικοδέσποινα για την φιλοξενία και όλους όσους προτίμησαν την συμμετοχή μου.
Προαπαιτούμενη λέξη ήταν ''μάνα - μητέρα - μαμά''
Νικήτριες στέφθηκαν οι Mary Pertax με το ποίημα ''Πεμπτουσία'' και η Ελένη Β με το ποίημα ''Μάνες''.
Απολαύστε τις συμμετοχές τους.
Πεμπτουσία, Mary Pertax
Οι λέξεις στροβιλίζονται στο νου,
ψάχνουν απεγνωσμένα
διέξοδο να βρουν,
σε μια σειρά να μπουν ποθούν,
γυρεύουν τρόπο να εκφραστούν.
Χτυπούν, βροντούν
και ατίθασα το νου μου κυριεύουν,
ελεύθερα και ασύδοτα δοσμένες
με βούληση σαν του ατμού,
να εκτοξευτούν
στο αχανές το σύμπαν ταξιδιώτες.
Κι ήταν μια λέξη ο ένοχος, μια τόση δα λεξούλα
που έκανε όλη τη ζημιά
ξεσήκωσε φουρτούνα.
Μάνα!
Μόλις τη σκέφτηκα εθόλωσε ο νους μου.
Και η ψυχή εφούσκωσε
πλέρια συναισθημάτων,
που ανάμεσα τους σπρώχνονταν
ποιο θα επικρατήσει.
Έσπρωχνε η Τρυφερότητα
στην άκρη την Αγάπη.
Φώναζε η Αυταπάρνηση για να υπερισχύσει.
Μετά η Φιλικότητα
που τους καλόπιανε όλους.
Μιλούσε η Αυστηρότητα
για να τους νουθετήσει.
Κι ήταν ακόμα ένα σωρό, η Τάση για θυσία,
Το νουθετώ της Διδαχής,
η Υπερπροστασία.
Η Ανιδιοτέλεια, μάχονταν με μανία.
Και μόνο η Παρηγοριά στην άκρια φοβισμένη,
παρέα με την Αγκαλιά το χέρι της κρατούσε.
Η μάχη τους με κούρασε και άνοιξα τις πύλες
να πορευτούν όπως μπορούν.
Και βρήκανε τον τρόπο.
Όρμησαν ξάφνου μονομιάς
στο δρόμο της καρδιάς μου
Και έγιναν το χαμόγελο της γλύκας της μεγάλης
Και από εκεί ξεχύθηκαν
με δίψα στα ουράνια
γράφοντας ανεξίτηλα η πύρινη γραφή τους.
Όλα εμείς ανήκουμε σε μία μόνο λέξη.
Σε δύο μόνο συλλαβές που είναι ο κόσμος όλος.
Και είναι μία μοναχά, βασίλισσα των πάντων!
ΜΑΝΑ ηχούνε τα βουνά, ΜΑΝΑ ηχεί η πλάση!
Μάνες, Ελένη Β
Απόψε
Μια γυναίκα ακουμπά ένα παιδί στην ψάθα.
Ξαποσταίνει πλάι του.
Εκείνο αποκοιμιέται νηστικό.
Εκείνη θα πεινάει όλη νύχτα.
Απόψε
Μια σειρήνα σκίζει την πόλη στα δυο.
Μια γυναίκα προσεύχεται βουβή
έξω από ένα χειρουργείο.
Κρυώνει. Και φοβάται.
Απόψε
Ο αέρας σπρώχνει στη στεριά μια βάρκα.
Μια γυναίκα πετά μέσα δυο παιδιά.
Μια ριπή σκίζει τη σιωπή
κι εκείνη πετά τη μαντίλα της στο νερό.
Απόψε
Ένας εφιάλτης χαλά τον ύπνο.
Μια γυναίκα κλαίει με λυγμούς
Για εκείνο που λαχτάρησε
και ποτέ δεν απόκτησε.
Απόψε
Μια γυναίκα σκούζει με πόδια ανοιχτά.
Το κλάμα ενός παιδιού
Και της γυναίκας. Ανακούφιση.
«Να σας ζήσει!»
Πριν από αιώνες
Μια γυναίκα κλαίει σκυφτή
κάτω από έναν ξύλινο σταυρό.
Ακόμα κλαίει
και μαζί της κι όλες οι γυναίκες της γης.
Μη με ρωτήσετε πως τις λένε.
Δεν ξέρω.
Μάνες άκουσα κάποιον να τις λέει.

Κόντρα σε νωθρούς καιρούς δημιουργούμε όπως και όσο μπορεί ο καθένας.