Δευτέρα 18 Μαΐου 2020

Άσφαλτος



''Η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση'' σκέφτηκε ο Δημήτρης και έφυγε αποφασισμένος από το νοσοκομείο. ''Δεν μπορώ να ζω συνεχώς με τον φόβο, θα πάω να βρω τον Αυγερινό'' συλλογίστηκε.
Οι φόβοι αντιμετωπίζονται όταν πας κόντρα σε αυτούς, όταν τους κοιτάς κατάματα, ακόμα και αν υπάρχει πιθανότητα να σε κατασπαράξουν. Γιατί η ζωή αξίζει όταν ζεις ελεύθερος. Ελεύθερος και απαγκιστρωμένος από κάθε τι που σε βαραίνει και δεν σε αφήνει να προχωρήσεις μπροστά. Και ο Δημήτρης αυτή τη φορά ήταν έτοιμος να κάνει ότι δεν έκανε τόσα χρόνια. Πρώτον θα αντιμετώπιζε τον Αυγερινό και θα τελείωνε μια και καλή μαζί του και έπειτα θα αναζητούσε την ... όποια και αν ήταν τελικά αυτήν που του καθόρισε την ζωή. 

Βγήκε στο δρόμο αποφασισμένος να δώσει ένα τέλος. Ένα τέλος που θα μπορούσε να ήταν μια αρχή ή η τελειωτική λύτρωση. Η άσφαλτος έκαιγε κάτω από τα πόδια του και ας ήταν χειμώνας. Σαν να έλιωνε τα πέλματά του και αυτή η αίσθηση του γεννούσε ακόμα περισσότερα ερωτηματικά.

Άσφαλτος υγρή, χειμωνιάτικη.
Από όπου πέρασα έμεινα ξένη.
Άσφαλτος λερωμένη κι άχρηστη
μα εσύ θυμάμαι φορούσες φτερά.

Μπήκε στο αυτοκίνητο και πριν βάλει μπρος αναρωτήθηκε πως θα μπορούσε να βρει τον Αυγερινό. Η πρώτη σκέψη που του ήρθε στο νου ήταν ένα κακόφημο μπαρ που του ανήκε. ''Ντεκαντάνς'' το όνομα. Ήταν στην άλλη άκρη της πόλης. Ξεκίνησε με ένα κεφάλι γεμάτο πληροφορίες και σκέψεις, που δύσκολα μπορούσε να επεξεργαστεί. Μια μουσική τον συνόδευε από το ράδιο. Πότε τον μπέρδευε, πότε τού έδινε απαντήσεις.

Μετά από μισή ώρα που του φάνηκε χρόνια, έφτασε έξω από το μαγαζί του Αυγερινού. Πάρκαρε πρόχειρα λες και ήθελε να πείσει τον εαυτό που ότι θα τελείωνε γρήγορα με αυτήν την υπόθεση. Έσπρωξε την βαριά βρώμικη πόρτα του μπαρ και βρέθηκε σε ένα μικρό και ανήλιαγο χώρο. Η μυρωδιά του τσιγάρου και της ξινισμένης μπύρας ήταν πολύ έντονη. Μέσα από το μπαρ μια γυναίκα απροσδιόριστης ηλικίας του έγνεψε. Σαν τάχα να τον χαιρέτησε. Κάτι του θύμισε, αλλά δεν ήταν και σίγουρος. Από κάπου γνώριζε αυτήν την γυναίκα, αλλά η κούραση και η αϋπνία δεν τον άφηναν να σκεφτεί.

Ναι αλλά πότε;
Στα όνειρά μου μάλλον, στα όνειρά μου, ναι.
Κι ίσως, ακόμα πιο παλιά.
Οπτικές ίνες, διαδικτυακές σιωπές,
μας ένωναν και μας χώριζαν.

Για καλή ή για κακή του τύχη ο Αυγερινός καθόταν στην άκρη του χώρου. Κοιτάχτηκαν βαθιά στα μάτια. Σαν να περίμεναν αυτήν την συνάντηση. Όχι όμως έτσι. Αυτή την φορά ο κυνηγημένος έγινε κυνηγός. Και αυτό ήταν κάτι που τρόμαξε για λίγα δευτερόλεπτα τον Αυγερινό, αλλά ήταν στην έδρα του. Δεν είχε να φοβάται τίποτα. Από την μεριά του  ο Δημήτρης έτρεμε αλλά δεν το έδειχνε. 

''Έμαθα ότι αποφυλακίστηκες και ήρθα να σε δω. Ξέρω πως με θεωρείς υπαίτιο για το ότι μπήκες φυλακή, αλλά ο μοναδικός υπαίτιος είσαι μόνο εσύ και αυτά που έχεις κάνει. Μην προσπαθήσεις να με βλάψεις, γιατί έχεις πολλούς περισσότερους σκελετούς στην ντουλάπα σου, αρκετούς να μπεις φυλακή και να μην βγεις ποτέ. Και για όλα αυτά, όπως και συ ο ίδιος ξέρεις έχω αποδείξεις''
Δεν πίστευε πως ξεστόμισε αυτά τα λόγια. Κρύος ιδρώτας τον έλουσε και περίμενε με αγωνία την αντίδραση του Αυγερινού

''Ξέρεις πως αυτήν την στιγμή θα μπορούσα να σε σκοτώσω; Αλλά ξέρεις κάτι; Σε έχω σκοτώσει ήδη... Σήκω και φύγε και μην σε ξαναδώ μπροστά μου'' του αποκρίνεται ψύχραιμα ο Αυγερινός. 

''Τι εννοείς;'' ρώτησε έντρομος ο Δημήτρης και το μυαλό του πήγε στο δυστύχημα της γυναίκας.

Δυο μπράβοι πήγαν προς το μέρος του και το ανάγκασαν δια της βίας να βγει από το μαγαζί. Η γυναίκα του μπαρ τον κοιτούσε, σαν να ήθελε κάτι να του πει... Μα ποια ήταν;

*******

Η θάλασσα τον χειμώνα έχει μια περίεργη αίσθηση. Μυρίζει αγριάδα και ξεβρασμένα φύκια. Αφιλόξενη και γκρι. Στην Ερατώ άρεσε αυτό το μελαγχολικό περιβάλλον. Ήταν θαρρείς κορίτσι του χειμώνα. Ή έγινε μετά από όλα αυτά που της είχαν συμβεί. Ο χαμός της αδερφής της ήταν κάτι που το μυαλό της δεν μπορούσε να ανεχτεί. Δεν μπορούσε να το χωνέψει. Το άλλο της μισό χάθηκε. Και τώρα τι; έπρεπε αυτή η ιδία να καλύψει αυτό το κενό. 

Συνήθισα την απουσία.
Συνήθισα το ψυχρό γαλάζιο σου φως.
Έπειτα άρχισα να σου μοιάζω
κατέστρεφα τον εαυτό μου για σένα.
Μετά
τον κατέστρεφα μόνο για μένα.

Κλείστηκε στον εαυτό της, απομονώθηκε. Δεν θα μπορούσε να κάνει και αλλιώς. Όλοι την θεωρούσαν νεκρή. Καμιά φορά και η ίδια ένιωθε νεκρή. Καμιά φορά ένιωθε πως πραγματικά ήταν η Θάλεια. Το μυαλό της έπαιζε άσχημα παιχνίδια. Προσπαθούσε να βάλει σε τάξη αυτά που ένιωθε, αυτά που την έκαναν να χάνεται σε κενά μνήμης, ώρες ατελείωτες που δεν θυμόταν πως πέρασαν. Στιγμές που έπιανε τον εαυτό της να είναι πεπεισμένη πως είναι η Θάλεια, να θρηνεί για στην χαμένη της Ερατώ. Ώσπου μια μέρα η τρέλα της έδωσε την πιο λογική λύση. Στο μυαλό της πια ήταν η Θάλεια. Η Ερατώ είχε πεθάνει. Αυτό ήθελε μια ζωή άλλωστε. 

Ώσπου μια μέρα άνοιξες την πόρτα και μπήκες.
Χωρίς φτερά,
χωρίς αποσκευές,
χωρίς αγάπη
μ’ ένα τεράστιο παγωμένο φεγγάρι
στο δεξί σου ώμο.
Το `ξερα.
έτσι ξαφνικά θα `ρχόσουν
από δρόμους αχάρακτους ακόμα.

Έτσι θα πορευόταν πια. Όχι μόνο για τους άλλους, που έτσι και αλλιώς έτσι την ήξεραν, αλλά και για εκείνην. Και για το παιδί της την Κλειώ. Που έτσι και αλλιώς μια μάνα γνώρισε. Την Θάλεια. 
Βγήκε στο δρόμο και περπάτησε προς το σχολείο. Η άσφαλτος κρύα και άγρια. Μαύρη σαν το παιχνίδι του μυαλού της. Το παιδί της ήταν εκεί και την περίμενε με χαρά. Γυρνώντας στο σπίτι βρήκε τον Δημήτρη να την περιμένει στην παραλία μπροστά στο σπίτι της. Κατευθύνθηκε προς το μέρος της.

Ήρθες
κι έμεινες ξένος.
Ξένος.
Ανάμεσά μας άσφαλτος
πού ολοένα μακραίνει,
από τότε.
Άσφαλτος που γυαλίζει και σκίζει τη ζωή μου στα δύο.

''Δημήτρη τι θες εσύ εδώ;''
Πριν προλάβει να απαντήσει, έξω από το σπίτι πάρκαρε ένα κόκκινο αυτοκίνητο. Ο Γιάννης φορτωμένος με ψώνια περπατούσε προς την πόρτα. Μπήκε στο σπίτι με δικά του κλειδιά. Μείναν και οι τρεις να κοιτάν ο ένας τον άλλον αποσβολωμένοι.

Η αλήθεια ήταν μπροστά τους και κανείς δεν τολμούσε να την πει. Μα ποια αλήθεια; Όλα πια ήταν μια μη αναστρέψιμη παράσταση. Ο καθένας τους έπαιζε και έναν ρόλο. Ο μοναδικός άνθρωπος που ήξερε την αλήθεια, είχε πείσει τον εαυτό του να ζήσει το ψέμα. Ποιος ήταν το θύμα και ποιος ο θύτης. Η ζωή πάντα θα έχει εναλλαγές. Κάποιες στιγμές θα είσαι ο καλός και κάποιες άλλες ο κακός στην ιστορία.

''Μπαμπά!!!'' μια γλυκιά φωνούλα έσπασε την στιγμή της αμηχανίας.

Σου την έχω στημένη.
Αν διαλέξεις το δρόμο αυτό,
ούτε εδώ,
ούτε εκεί θα με βρεις.
Θα σαι πάντα ανάμεσα,
κι εγώ,
πάντοτε ξένη.

*******



Καλλιτέχνης: Τσανακλίδου Τάνια
Άλμπουμ: Το χρώμα της μέρας
Συνθέτης: Δέλτα Μιχάλης
Στιχουργός: Τσανακλίδου Τάνια

******

Ήταν η δική μου συνέχεια στο συλλογικό δρώμενο που διοργανώνει η Κατερίνα.
Έλαβα την σκυτάλη από την Αλεξάνδρα και την δίνω στην Μαρία.
Ελπίζω να ανταποκρίθηκα στις προσδοκίες σας.
Ευχαριστώ πολύ όλους σας και ιδιαιτέρως την Κατερίνα που με ξεσκούριασε λιγάκι.




Δευτέρα 4 Μαΐου 2020

Κειμενογράφος (Η ποίηση, σε δύσμοιρους καιρούς - Δημήτρης Α. Δημητριάδης)

Κατά καιρούς δυο αιώνια ερωτήματα επανέρχονται επίμονα. Χρειάζονται, άραγε, οι ποιητές; Έχει θέση η ποίηση στη ζωή των ανθρώπων; Σε δύσκολες και δύσμοιρες εποχές, όπως αυτή που διανύουμε, προβάλλει η ερωτηματικότητα πιο επιτακτικά. Συνήθως είναι η άποψη ότι η ποίηση χρησιμεύει για να ευφρανθούν οι αισθήσεις μέσω της αισθητικής των λέξεων και του εσωτερικού ρυθμού που διαθέτει ένα ποίημα. Οι μεταφορές, οι παρομοιώσεις και οι συμβολισμοί ενός ποιήματος, δημιουργούν εικόνες στους αναγνώστες που ευχαριστούν την αισθητική πλευρά του ανθρώπου. Αν ισχύουν τα παραπάνω και η ποίηση είναι μόνο αυτό, τότε εν πολλοίς είναι μια συνηθισμένη πολυτέλεια στην καθημερινή ζωή, καθώς στο προσκήνιο βρίσκεται η συνεχής πάλη και αγωνία του σημερινού ανθρώπου. Αυτός είναι ένας λόγος που δε διαβάζει ποίηση η πλειοψηφία του κόσμου.

Υπάρχει, όμως, κι ένας λόγος που ανάγεται στην ύπαρξη. Ενώ ενστικτωδώς αναγνωρίζεται ότι η ποίηση αγγίζει κάτι το υψηλό, ταυτόχρονα υπάρχει ένας φόβος προσέγγισής της. Αυτό που ψυχικά έλκει, αλλά και φοβίζει ταυτόχρονα ονομάζεται δέος. Τι είναι αυτό που φοβίζει, άραγε; Στην πραγματικότητα είναι η αναμέτρηση με τον εαυτό. Συνεπώς, η ποίηση είναι κάτι περισσότερο από απλή αισθητική. Ο ποιητής, όταν συλλαμβάνει το περιεχόμενο ενός ποιήματος, πέρα από το τεχνικό και αισθητικό μέρος του πράγματος, βιώνει μια άλλη διάσταση του πραγματικού, ένα γεγονός το οποίο το εξωτερικεύει με λέξεις. Αυτό το γεγονός βιώνεται στο χωροχρόνο της φαντασίας, σε μια άλλη πραγματικότητα. Ο εσωτερικός αυτός χώρος είναι ο φαντασιακός, εκεί όπου συναντιέται η νόηση με τα συναισθήματα. Η νόηση συναισθάνεται και τα συναισθήματα νοούν πάνω στις μορφές.
Αυτές οι μορφές, αποκαθαρμένες από τη διαστρεβλωμένη εξωτερική πραγματικότητα, αληθεύουν και οδηγούν τον ποιητή στην αρχετυπική καταγωγική φύση του ανθρώπου. Στο βαθμό που συμβαίνει κάτι τέτοιο, ο ποιητής φτάνει στην απέραντη ομορφιά της φύσης. Επομένως, εκεί βρίσκεται το Καλό. Στην ουσία ο ποιητής βρίσκεται σε μια διαρκή αναμέτρηση αυθυπέρβασης με τον εαυτό του. Σκοπός του είναι να περάσει την πύλη που θα τον οδηγήσει στην ομορφιά της φύσης του. Η ομορφιά αυτή δεν περιγράφεται με ηθικολογικούς όρους, αλλά με οντολογικό περιεχόμενο.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, συμπεραίνεται ότι ποιητές μπορούν εν δυνάμει να είναι ανεξαιρέτως όλοι οι άνθρωποι. Οι εξωτερικές πράξεις των ανθρώπων καθορίζονται μέσα από την εσωτερική λειτουργία. Επομένως, δεν είναι δυνατόν να συμβεί αλλαγή στο πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο, αν δε συμβεί η υπαρξιακή επαναστατική διάβαση του εαυτού στη φύση του. Υπό αυτή την έννοια, η ποίηση έχει τη δυνατότητα να αλλάξει τον κόσμο. Ο άνθρωπος θέλει;

Δημήτρης Α. Δημητριάδης

****