Το πρωινό ξύπνημα από τις πέντε με έχει κουράσει αφάνταστα. Κάθε μέρα η ίδια μεγάλη διαδρομή χρόνια τώρα, οι ίδιες κινήσεις, τα ίδια λόγια, οι ίδιες καλημέρες. Οι πρωινές ραδιοφωνικές εκπομπές μπορεί να μην έχουν το μυστήριο και την γοητεία των νυχτεριών αλλά έχουν και αυτές την θέση τους στον κόσμο των συχνοτήτων. Κάθε μέρα ξυπνάω και οδηγώ μέσα στο χάραμα για να κάνω παρέα σε αυτούς που περιμένουν ένα τραγούδι, μια κουβέντα, ένα αστείο, μπας και ξυπνήσουν και εκείνοι.
Κάθε πρωί για μερικά δευτερόλεπτα που ανοίγω τα μάτια μου, λέω στον εαυτό μου, ότι φέτος θα είναι τελευταία χρονιά που θα το κάνω αυτό και την ίδια στιγμή το μετανιώνω. Και έτσι πέρασαν δέκα χρόνια. Δέκα χρόνια πρωινής κουβέντας, πρωινού κουράγιου και επικοινωνίας. Δέκα όμορφα και γεμάτα χρόνια.
Εκείνη την ημέρα έβρεχε από βραδύς. Ακόμα πιο δύσκολο να ξυπνήσει ο νους και το σώμα. Ντύθηκα γρήγορα και βάφτηκα. Οδήγησα σχεδόν στον αυτόματο και έφτασα στον σταθμό. Στο γραφείο μου με περίμενε ένα δέμα.
-Στο έφερε χθες ένας κούριερ, μου είπε νυσταγμένα ένας συνάδελφός μου.
Το άνοιξα στα γρήγορα. Τι παράξενο! Ένα μικρό ραδιοφωνάκι με μια κασέτα. Τι είναι αυτό πάλι; ρώτησα τον εαυτό μου, ενώ ήξερα καλά την απάντηση. Είναι από τις φορές που λέμε χρόνια ψέματα στον εαυτό μας και τελικά πιστεύουμε την πλάνη μας. Όταν τελικά μας βρίσκει η αλήθεια, έχουμε πει τόσα ψέματα που τα γεγονότα μοιάζουν σαν να μην έγιναν, κρύβονται στο πίσω μέρος του μυαλού σαν ανύπαρκτα.
Έβαλα στα γρήγορα να παίξει η κασέτα.
"Ξέρω ότι με θυμάσαι. Ίσως προσπαθείς να με ξεχάσεις. Μην το κάνεις. Σου μένουν μόνο λίγες μέρες."
-Τι είναι αυτό; με ρώτησε ο συνάδελφός μου. Τίποτα του απάντησα. Αυτό το ''τίποτα'' που εμπεριέχει τα πάντα. Αναμνήσεις, νοσταλγία, υποσχέσεις, πόνο, αδιέξοδα. Αυτό που λέμε για να μην φωνάξουμε, για να μην διαμαρτυρηθούμε και κάποιες φορές για να μην πούμε ''σ΄ αγαπώ, μην φεύγεις''.