Θυμάμαι τα πάντα.
Σε συνάντησα· ήσουν νέος,
με κοίταξες· ήμουν νέα κι εγώ.
Πέρασε μια ζωή, μαζί την περάσαμε,
Από την αρχή μέχρι το τέλος.
Κάθε τέλος και μια αρχή,
μα το δικό σου τέλος, ήταν και δικό μου.
Σε είδα να γελάς, σε είδα και να κλαις.
Έκλαψα κι εγώ, αλήθεια, πολύ.
«Σκεπαστε τη μαμά να μην κρυώνει. Κοιμήσου αγάπη μου.»
και με σκέπασαν, με το πιο βαρύ σεντόνι.
Τη μοναξιά.
Και σκέπασαν κι εσένα, μια τελευταία φορά.
Και δεν είδα ξανά τα μάτια σου
και δεν άκουσα ξανά τη φωνή σου.
Σαν να έσβησε ο ήλιος, αθόρυβα και μετά σκοτάδι.
Μέχρι και την τελευταία στιγμή με αγαπάς, πονάς και σκέφτεσαι εμένα.
Να ξέρεις, ήσουν πάντα η ζωή μου.
Αν γύριζα τον χρόνο πίσω, θα σε αγαπούσα ξανά,
από την αρχή, πιο δυνατά, πιο πολύ, εσένα. Ξανά.
Και τώρα, σκεπάστε με, κρυώνω, κλαίω, φοβάμαι.
Έφυγες,
Και τώρα τι;
Αντίο.
***
Ήταν η στιγμή της Κυριακή Χατζηκαντή με ένα ποίημα.